- σπυρθίζω
- σπυρθίζω,= πυδαρίζω, Ar.Fr.857; cf.A
σποδίζω 111
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σποδίζω 111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπυρθίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειν τὸ ἀνασκιρτᾱν, ἀπὸ τῶν ὄνων» β) «σπᾱσθαι καὶ ἀγανακτεῑν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια τού σπαίρω* «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας … Dictionary of Greek
σπυρθίζειν — σπυρθίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)